- νερουλιάζω
- [νερουλός]1. κάνω κάτι νερουλό2. γίνομαι νερουλός3. χάνω την ευρωστία μου, γίνομαι πλαδαρός, μαλθακός4. γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερουλιάζω — νερουλιάζω, νερούλιασα, νερουλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νερουλιάζω — νερούλιασα, νερουλιασμένος 1. αμτβ., γίνομαι νερουλός. 2. είμαι ή γίνομαι πλαδαρός (όχι σφιχτοδεμένος): Νερουλιασμένα μπράτσα. 3. μτφ., δεν είμαι γερός, στέρεος, σωστός, δεν μπορώ να σκεφτώ, ανοηταίνω: Νερούλιασε το μυαλό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερούλιασμα — το [νερουλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νερουλιάζω … Dictionary of Greek